- χειρόβολο
- και χερόβολο, το / χειρόβολον και χερόβολον, ΝΜδέσμη από σιτηρά ή από στελέχη άλλων φυτών, όσα μπορεί να κρατήσει η χούφτανεοελλ.παροιμ. «εσύ κακό χερόβολο και εγώ κακό δεμάτι» — λέγεται για ανταπόδοση κακού, για εκδίκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -βολον, ουδ. τού -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο-βόλον].
Dictionary of Greek. 2013.